- οδοντόλιθος
- ο зубной камень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οδοντόλιθος — ο 1. στρώμα λιθώδους ιζήματος που σχηματίζεται γύρω από τα δόντια 2. απολιθωμένο οστό ή δόντι ή κόκαλο που αποτελείται από φωσφορικό απατίτη, έχει κυανό χρώμα και μοιάζει πολύ με το τυρκουάζ, αλλ. οστεοτυρκουάζ ή απολιθωμένο τυρκουάζ … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek